- εντρίβω
- (Α ἐντρίβω)νεοελλ.τρίβω με θεραπευτική αλοιφήαρχ.1. τρίβω μέσα ή πάνω σε κάτι2. καταφέρω χτύπημα, χτυπώ, κακοποιώ κάποιον («Ίππονίκῳ δέ... ἐνέτριψε κόνδυλον» — τού έδωσε γροθιά, Πλούτ.)3. τρίβω με καλλυντική ουσία4. μέσ. βάζω καλλυντικά, ψιμυθιώνομαι, μακιγιάρομαι («τοσαῡτα ἐντετριμμένην χρώματα καθάπερ ὡς ἀληθῶς ἑταίραν τινά», Λουκ.)5. φθείρω, κατατρίβω6. παθ. έχω πείρα, είμαι εντριβής σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.